09 Μάι Ώσπου να ξημερώσει…
Οι μέρες έχουν κυλήσει τόσο γρήγορα που έχεις ξεχάσει πόσο καιρό έχεις να βγεις. Ώσπου χτυπά το τηλέφωνο σου και η πρόταση που σου κάνουν σε βάζει σε πειρασμό. Σκεπτόμενη πως είναι ευκαιρία να ξαραχνιάσεις, να σε δει η νύχτα η φεγγαρόλουστη, η όμορφη, η ξελογιάστρα, παίρνεις τη «μεγάλη» απόφαση.
Μολονότι έχεις ξεχάσει τι φοράνε και πώς συμπεριφέρονται, διαλέγεις έναν άνετο συνδυασμό για την πρώτη -μετά από καιρό- απόπειρα της ηρωικής σου εξόδου προτού γίνει ηρωική είσοδος στο σπιτικό και στην άνεση του καναπέ σου (που ώρες-ώρες είμαι σίγουρη ότι τον ψεκάζουν με γλυκαντικές ουσίες οι κατασκευαστές, ώστε να μη θες να σηκωθείς από πάνω του, εκείνος να χαλάει από την πολύ χρήση κι εσύ να τρέχεις έντρομη να τον αντικαταστήσεις).
Με τα πολλά βγαίνεις. Στέκεσαι στα τακούνια διατηρώντας την ψυχραιμία και την ισορροπία σου λες και βαδίζεις πάνω σε δοκό και κάπου στο τέλος να περιμένεις το μετάλλιο της επιτυχίας σου.
Κοιτάς γύρω σου για το που θα γίνει η απονομή σου και τότε αρχίζεις και παρατηρείς όμορφους ανθρώπους με διάθεση και χαμόγελα, να συζητάνε, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να επικοινωνούνε με κάθε μέσο και τρόπο. Ακούς δυνατά γέλια και φωνές, ματιές και βλέμματα γεμάτα υποσχέσεις. Συνειδητοποιείς πως η ζωή τη νύχτα έχει μια άλλη ομορφιά. Συνειδητοποιείς πως και εσύ η ίδια έχεις χαλαρώσει και όλα γύρω σου μοιάζουν μαγικά, σαγηνευτικά. Η νύχτα αποκαλύπτει την ουσία σου και φέρνει στην επιφάνεια τις αλήθειες σου. Κάνει την καρδιά σου να χτυπά σε άλλο ρυθμό από τον καθημερινό και τον συνηθισμένο κι εσένα σε κάνει ποιητή για χάρη της.
Ανάμεσα στα φώτα και τις μουσικές, αντίκρισα κι εσένα. Σε είδα. Αυτή τη φορά με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς. Θυμήθηκα την ομορφιά σου και μέθυσα από την χημεία σου. Ένιωσα το σώμα μου να ζωντανεύει και να ξεσηκώνεται. Είναι εκείνες οι μαγικές οι ώρες που μπορώ να αφουγκραστώ την υφή και τα χρώματα της ψυχής σου. Γινόμαστε αλχημιστές και φτιάχνουμε φίλτρα έρωτα κι αγάπης. Και σαν τελειώνουν τα ελιξίρια του έρωτα μας, εκεί να συναντιόμαστε για να τα ανανεώνουμε και πάλι.
Εκεί μου αρέσει να σε συναντώ. Στη νύχτα. Γιατί έχει μια γλύκα τόση που σ’αγαπώ θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει…